γκαραζόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκαραζόπορτα | οι | γκαραζόπορτες |
| γενική | της | γκαραζόπορτας | των | γκαραζοπορτών |
| αιτιατική | την | γκαραζόπορτα | τις | γκαραζόπορτες |
| κλητική | γκαραζόπορτα | γκαραζόπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκαραζόπορτα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.