διά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διά < αρχαία ελληνική διά < *δισ-α < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dwis-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a/ & /ðʝa/ άτονο + επόμενη λέξη, ως μία φωνολογική λέξη
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά
Πρόθεση
διά ή δι' πριν από φωνήεν
δηλώνει:
- (+ γενική) → δείτε και τη λέξη τις #Εκφράσεις
- (+ αιτιατική)
- (μαθηματικά) διαίρεση
- ↪ οκτώ διά τέσσερα ίσον δύο
- δι' πριν από φωνήεν
Σημειώσεις
- Η λέξη αυτή σύμφωνα με τη σχολική γραμματική γράφεται χωρίς τόνο και θεωρείται μονοσύλλαβη. Σε άλλα λεξικά θεωρείται δισύλλαβη και γράφεται με τόνο.
Εκφράσεις
λόγιες, από την καθαρεύουσα:
|
+ γενική:
|
+ αιτιατική
|
Συγγενικά
- δια- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δια- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- διά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- διά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.