μονοπόρτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπόρτι τα μονοπόρτια
      γενική
    αιτιατική το μονοπόρτι τα μονοπόρτια
     κλητική μονοπόρτι μονοπόρτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοπόρτι < μονο- + πόρτα +

Ουσιαστικό

μονοπόρτι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.