αυλόπορτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλόπορτα οι αυλόπορτες
      γενική της αυλόπορτας των αυλοπορτών
    αιτιατική την αυλόπορτα τις αυλόπορτες
     κλητική αυλόπορτα αυλόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλόπορτα < αυλ(ή) + -ό- + πόρτα

Ουσιαστικό

αυλόπορτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.