μπουρδέλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρδέλο τα μπουρδέλα
      γενική του μπουρδέλου των μπουρδέλων
    αιτιατική το μπουρδέλο τα μπουρδέλα
     κλητική μπουρδέλο μπουρδέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρδέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bordello < portello[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /buɾˈðe.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουρδέλο

Ουσιαστικό

μπουρδέλο ουδέτερο

  1. ο οίκος ανοχής
  2. (μεταφορικά) η ακαταστασία
    έγινε μπουρδέλο η κατάσταση

Συνώνυμα

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Στα ιταλικά, portello σημαίνει πορτάκι, πορτούλα και στην προκειμένη περίπτωση εννοείται η ξεχωριστή και μικρότερη πόρτα που πρέπει να έχει σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο ο οίκος ανοχής στην είσοδο, αν βρίσκεται σε πολυκατοικία.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.