μπουκαπόρτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουκαπόρτα | οι | μπουκαπόρτες |
| γενική | της | μπουκαπόρτας | — | |
| αιτιατική | την | μπουκαπόρτα | τις | μπουκαπόρτες |
| κλητική | μπουκαπόρτα | μπουκαπόρτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπουκαπόρτα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.