μπουκαπόρτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουκαπόρτα οι μπουκαπόρτες
      γενική της μπουκαπόρτας
    αιτιατική την μπουκαπόρτα τις μπουκαπόρτες
     κλητική μπουκαπόρτα μπουκαπόρτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουκαπόρτα < ιταλική boccaporta / boccaporto < bocca + porta

Ουσιαστικό

μπουκαπόρτα θηλυκό

  1. άνοιγμα για τη φόρτωση του πλοίου στο πλευρά του σκάφους ή σε άλλο σημείο του
  2. σχετικά μικρό πλευρικό άνοιγμα, σε παλιότερα πολεμικά πλοία, από το οποίο προέβαλαν τα κανόνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.