καστρόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καστρόπορτα | οι | καστρόπορτες |
| γενική | της | καστρόπορτας | των | καστροπορτών |
| αιτιατική | την | καστρόπορτα | τις | καστρόπορτες |
| κλητική | καστρόπορτα | καστρόπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈstɾo.poɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στρό‐πορ‐τα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.