κερκόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κερκόπορτα | οι | κερκόπορτες |
| γενική | της | κερκόπορτας | των | κερκοπορτών |
| αιτιατική | την | κερκόπορτα | τις | κερκόπορτες |
| κλητική | κερκόπορτα | κερκόπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κερκόπορτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερκόπορτα < αρχαία ελληνική κέρκος[1] (ουρά ζώου, πίσω μέρος) + πόρτα: πίσω πόρτα, παραπόρτι
Ουσιαστικό
κερκόπορτα θηλυκό
Μεταφράσεις
κερκόπορτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.