τζαμόπορτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζαμόπορτα οι τζαμόπορτες
      γενική της τζαμόπορτας των τζαμοπορτών
    αιτιατική την τζαμόπορτα τις τζαμόπορτες
     κλητική τζαμόπορτα τζαμόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζαμόπορτα < τζάμ(ι) + -ό- + πόρτα

Προφορά

ΔΦΑ : /d͡zaˈmo.poɾ.ta/

Ουσιαστικό

τζαμόπορτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.