πορτέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πορτέλο | τα | πορτέλα |
| γενική | του | πορτέλου | των | πορτέλων |
| αιτιατική | το | πορτέλο | τα | πορτέλα |
| κλητική | πορτέλο | πορτέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορτέλο < ιταλική portello, υποκοριστικό του porta < λατινική porta < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (περνώ)
Ουσιαστικό
πορτέλο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.