πορτούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτούλα οι πορτούλες
      γενική της πορτούλας
    αιτιατική την πορτούλα τις πορτούλες
     κλητική πορτούλα πορτούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορτούλα < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

πορτούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.