κύμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κύμα | τα | κύματα |
| γενική | του | κύματος | των | κυμάτων |
| αιτιατική | το | κύμα | τα | κύματα |
| κλητική | κύμα | κύματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κῦμα < πρωτοελληνική *kūmə < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewh₁- (φουσκώνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐μα
Ουσιαστικό
_01.jpg.webp)
κύματα που χτυπούν πάνω σε βράχια
κύμα ουδέτερο
- η μάζα νερού η οποία ανυψώνεται και χαμηλώνει σε συνεχείς, διαδοχικούς σχηματισμούς στην επιφάνεια της θάλασσας, μιας λίμνης κ.λπ. από την επίδραση δυνατού ανέμου ή άλλου παράγοντα
- ↪ έξι ιστιοπλόοι αγωνίστηκαν στα κύματα του Αιγαίου
- (συνεκδοχικά) στην ακρογιαλιά
- ↪ χτίζει σπίτι πάνω στο κύμα
- οτιδήποτε μοιάζει με το κύμα στη μορφή ή την κίνηση
- ↪ κύματα λάβας / άμμου / ανθρώπων / πιθανοτήτων
- (μεταφορικά) κάθε φαινόμενο ή τάση στη φύση ή την κοινωνία που εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση
- ↪ κύματα ενθουσιασμού / βίας / ιδιωτικοποιήσεων / μετανάστευσης
- (φυσική) κινούμενη διαταραχή της ενεργειακής στάθμης ενός πεδίου
Πολυλεκτικοί όροι
- βαρυτικά κύματα
- βραχέα κύματα
- διαμήκη κύματα
- εγκάρσιο κύμα
- ηλεκτρομαγνητικό κύμα
- ημιτονοειδές κύμα
- ηχητικό κύμα
- κρουστικό κύμα
- κύμα ακρίβειας
- κύμα ανατιμήσεων
- κύμα βίας
- κύμα ενθουσιασμού
- κύμα καύσωνα
- κύμα μεταναστών
- κύμα οργής
- κύμα ψύχους
- μεσαία κύματα
- μέτωπο κύματος
- μήκος κύματος
- μοναχικό κύμα
- παλλιροϊκό κύμα
- πράσινο κύμα
- στάσιμο κύμα
- χειμέριο κύμα
- υπερβραχέα κύματα
- ωστικό κύμα
Εκφράσεις
- έρμαιο των κυμάτων
- κατά κύματα
- κόντρα στο κύμα
- κύματα κύματα
- Νέο Κύμα: ελληνικό μουσικό ρεύμα της δεκαετίας του 1960
- παλεύω με τα κύματα
- περνώ από σαράντα κύματα ή περνώ από χίλια κύματα
- σκάει το κύμα
- στο ίδιο/ σε διαφορετικό μήκος κύματος
- χύμα στο κύμα
Συγγενικά
- ακύμαντα
- ακύμαντος
- ακυμάτιστα
- ακυμάτιστος
- ακύματος
- ανεκύμαντος
- αφρόκυμα
- αφροκύματος
- αφροκυματούσα
- διακύμανση
- κυμαίνομαι
- κύμανση
- κυματίζω
- κυμάτιο
- κυματικός
- κυμάτισμα
- κυματισμός
- κυματιστός
- κυματοειδής
- κυματοθραύστης
- κυματομορφή
- κυματώδης
- μικροκύματα
- πολυκύμαντος
- προκυμαία
- ραδιοκύματα
- φλοίσβος
-
κύμα στη Βικιπαίδεια

-
στάσιμο κύμα στη Βικιπαίδεια

-
βαρυτικό κύμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κύμα
Πηγές
- κύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κύμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κύμα'.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.