μορφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορφή | οι | μορφές |
| γενική | της | μορφής | των | μορφών |
| αιτιατική | τη | μορφή | τις | μορφές |
| κλητική | μορφή | μορφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μορφή
- (άνθρωπος με προσφορά) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική figure και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestalt
- (μορφή κειμένου) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική forme και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestalt
Προφορά
- ΔΦΑ : /moɾˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φή
Ουσιαστικό
μορφή θηλυκό
- η εξωτερική όψη, σχήμα κάποιου πράγματος
- ≈ συνώνυμα: ειδή, όψη, παρουσιαστικό, φυσιογνωμία
- (για κείμενα) τα στοιχεία που συνθέτουν την εξωτερική όψη ενός κειμένου, σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενο
- ↪ Η ομοιοκαταληξία αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της μορφής στην παραδοσιακή ποίηση.
- το πρόσωπο του ανθρώπου
- ↪ Ο Καλιγούλας είχε διατάξει να το μεταφέρουν στη Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο δίνοντάς του την μορφή του αυτοκράτορα (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Άγαλμα του Ολυμπίου Διός)
- άνθρωπος με αναγνωρισμένη προσφορά σε έναν τομέα
- ↪ ο Νικόλαος Πολίτης υπήρξε σπουδαία μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων.
Σύνθετα
- μορφογένεση, μορφογενετικός, μορφογονία
- μορφοδυναμική
- μορφολογία, μορφολογικός
- μόρφωμα, μορφωμένος, μορφώνω, μόρφωση, μορφωτικός
- -μορφος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μορφος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
Μεταφράσεις
Πηγές
- μορφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μορφή | αἱ | μορφαί |
| γενική | τῆς | μορφῆς | τῶν | μορφῶν |
| δοτική | τῇ | μορφῇ | ταῖς | μορφαῖς |
| αιτιατική | τὴν | μορφήν | τὰς | μορφᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | μορφή | μορφαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μορφᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μορφαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μορφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μορφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.