μαζικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μαζικά
<
μαζικός
Επίρρημα
μαζικά
με
μαζικό
τρόπο, με
μαζικότητα
, σε μεγάλες ποσότητες
Μεταφράσεις
μαζικά
γαλλικά
:
massivement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μαζικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
μαζικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.