ηχητικό κύμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ηχητικό κύμα | τα | ηχητικά κύματα |
| γενική | του | ηχητικού κύματος | των | ηχητικών κυμάτων |
| αιτιατική | το | ηχητικό κύμα | τα | ηχητικά κύματα |
| κλητική | ηχητικό κύμα | ηχητικά κύματα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηχητικό κύμα < ηχητικό + κύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound wave)
Πολυλεκτικός όρος
ηχητικό κύμα ουδέτερο
- (φυσική) μορφή ενέργειας που διαδίδεται μέσα από ένα υλικό (αέρας, νερό, μέταλλο κ.λπ.) μέσω της ταλάντωσης των σωματιδίων του υλικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.