διακύμανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακύμανση | οι | διακυμάνσεις |
| γενική | της | διακύμανσης* | των | διακυμάνσεων |
| αιτιατική | τη | διακύμανση | τις | διακυμάνσεις |
| κλητική | διακύμανση | διακυμάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διακυμάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακύμανση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διακύμανσις < ελληνιστική κοινή διακυμαίνω (σηκώνω κύματα), θέμα διακυμαν- + -σις > -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluctuation[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈci.man.si/ & /ðʝaˈci.man.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κύ‐μαν‐ση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διακυμαίνομαι και κύμα
Μεταφράσεις
διακύμανση
|
Αναφορές
- διακύμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.