ακυμάτιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακυμάτιστα < ακυμάτιστος +

Επίρρημα

ακυμάτιστα

  1. (κυριολεκτικά) χωρίς (να έχει) κύμα
  2. (μεταφορικά) αδιατάρακτα, γαλήνια

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ακυμάτιστα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.