στάθμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στάθμη | οι | στάθμες |
| γενική | της | στάθμης | των | σταθμών |
| αιτιατική | τη | στάθμη | τις | στάθμες |
| κλητική | στάθμη | στάθμες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στάθμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στάθμη < ἵστημι, και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική niveau[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstaθ.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στάθ‐μη
Ουσιαστικό
στάθμη θηλυκό
- το σημείο στο οποίο βρίσκεται η επιφάνεια ήρεμου υγρού, δηλαδή η κάθετη απόσταση από κάποια σταθερή επιφάνεια π.χ. την επιφάνεια του εδάφους ή του πάτου του δοχείου
- (μεταφορικά) το επίπεδο μιας κοινωνίας
- (όρος της τεχνολογίας, φυσικές επιστήμες) η τιμή ενός φυσικού μεγέθους σε λογαριθμική κλίμακα, με μονάδα μέτρησης το ντεσιμπέλ
- δείτε τη Συζήτηση:στάθμη και τις λέξεις στάθμιση, ηχοστάθμιση
- (παρωχημένο) ζυγαριά
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- στάθμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
στάθμη < ἵστημι
Ουσιαστικό
στάθμη θηλυκό
- σχοινί που έχει χρώμα και χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ενδεικτικές ευθείες επάνω σε υλικό ώστε αυτό να κοπεί ίσια
- τέρμα του δρόμου
- (μεταφορικά) ο σκοπός
Εκφράσεις
- λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς: δεν μπορώ να διακρίνω τους καλούς
- παρὰ στάθμην: χρήση με μεταφορική σημασία που σήμαινε ακριβώς, με αυστηρότητα
Πηγές
- στάθμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στάθμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.