κυμάτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυμάτιο τα κυμάτια
      γενική του κυματίου
& κυμάτιου
των κυματίων
    αιτιατική το κυμάτιο τα κυμάτια
     κλητική κυμάτιο κυμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ιωνικό κυμάτιο.

Ετυμολογία

κυμάτιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυμάτιον, υποκοριστικό του αρχαίου grc. Συγχρονικά αναλύεται σε (κύμα) κυματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιο [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈma.ti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυμάτιο

Ουσιαστικό

κυμάτιο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά, παρωχημένο) κυματάκι
  2. (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο με κυματοειδή μορφή, σε επιστύλιο, κίονα ή άγαλμα
     συνώνυμα: φλασκόφυλλο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κύμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.