κυματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυματίζω < μεσαιωνική ελληνική κυματίζω < αρχαία ελληνική κυματίζομαι < κῦμα < πρωτοελληνική *kūmə < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewh₁- (φουσκώνω)
- (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική flotter ή την αγγλική wave
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.maˈti.zo/
Συγγενικά
- κυματιστός
- → δείτε τη λέξη κύμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κυματίζω | κυμάτιζα | θα κυματίζω | να κυματίζω | κυματίζοντας | |
| β' ενικ. | κυματίζεις | κυμάτιζες | θα κυματίζεις | να κυματίζεις | κυμάτιζε | |
| γ' ενικ. | κυματίζει | κυμάτιζε | θα κυματίζει | να κυματίζει | ||
| α' πληθ. | κυματίζουμε | κυματίζαμε | θα κυματίζουμε | να κυματίζουμε | ||
| β' πληθ. | κυματίζετε | κυματίζατε | θα κυματίζετε | να κυματίζετε | κυματίζετε | |
| γ' πληθ. | κυματίζουν(ε) | κυμάτιζαν κυματίζαν(ε) |
θα κυματίζουν(ε) | να κυματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κυμάτισα | θα κυματίσω | να κυματίσω | κυματίσει | ||
| β' ενικ. | κυμάτισες | θα κυματίσεις | να κυματίσεις | κυμάτισε | ||
| γ' ενικ. | κυμάτισε | θα κυματίσει | να κυματίσει | |||
| α' πληθ. | κυματίσαμε | θα κυματίσουμε | να κυματίσουμε | |||
| β' πληθ. | κυματίσατε | θα κυματίσετε | να κυματίσετε | κυματίστε | ||
| γ' πληθ. | κυμάτισαν κυματίσαν(ε) |
θα κυματίσουν(ε) | να κυματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κυματίσει | είχα κυματίσει | θα έχω κυματίσει | να έχω κυματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κυματίσει | είχες κυματίσει | θα έχεις κυματίσει | να έχεις κυματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κυματίσει | είχε κυματίσει | θα έχει κυματίσει | να έχει κυματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κυματίσει | είχαμε κυματίσει | θα έχουμε κυματίσει | να έχουμε κυματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κυματίσει | είχατε κυματίσει | θα έχετε κυματίσει | να έχετε κυματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κυματίσει | είχαν κυματίσει | θα έχουν κυματίσει | να έχουν κυματίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.