κυματιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυματιστός | η | κυματιστή | το | κυματιστό |
| γενική | του | κυματιστού | της | κυματιστής | του | κυματιστού |
| αιτιατική | τον | κυματιστό | την | κυματιστή | το | κυματιστό |
| κλητική | κυματιστέ | κυματιστή | κυματιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυματιστοί | οι | κυματιστές | τα | κυματιστά |
| γενική | των | κυματιστών | των | κυματιστών | των | κυματιστών |
| αιτιατική | τους | κυματιστούς | τις | κυματιστές | τα | κυματιστά |
| κλητική | κυματιστοί | κυματιστές | κυματιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
- κυματιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.