ακρογιαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακρογιαλιά | οι | ακρογιαλιές |
| γενική | της | ακρογιαλιάς | των | ακρογιαλιών |
| αιτιατική | την | ακρογιαλιά | τις | ακρογιαλιές |
| κλητική | ακρογιαλιά | ακρογιαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακρογιαλιά < ακρογιάλ(ι) + -ιά[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾo.ʝaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐για‐λιά
Ουσιαστικό
ακρογιαλιά θηλυκό
Συγγενικά
Αναφορές
- ακρογιαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.