μάζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάζα οι μάζες
      γενική της μάζας των μαζών
    αιτιατική τη μάζα τις μάζες
     κλητική μάζα μάζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάζα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μᾶζα (αρχαία σημασία: κριθαρόψωμο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.za/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάζα

Ουσιαστικό

μάζα θηλυκό

  1. (φυσική) ποσότητα της ύλης που έχει ένα σώμα
  2. αντικείμενο χωρίς συγκεκριμένο σχήμα που διαλύεται εύκολα
    Πού βρέθηκε αυτή η μάζα από χνούδι κάτω από το κρεβάτι;
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) πλήθος ατόμων με ενιαία συμπεριφορά
     δείτε  ψυχολογία της μάζας

Πολυλεκτικοί όροι

(φυσική)

  • αδρανειακή μάζα: η αδράνεια στη μεταφορική κίνηση
  • βαρυτική μάζα: το υπόθεμα της βαρύτητας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.