πολυκύμαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυκύμαντος | η | πολυκύμαντη | το | πολυκύμαντο |
| γενική | του | πολυκύμαντου | της | πολυκύμαντης | του | πολυκύμαντου |
| αιτιατική | τον | πολυκύμαντο | την | πολυκύμαντη | το | πολυκύμαντο |
| κλητική | πολυκύμαντε | πολυκύμαντη | πολυκύμαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυκύμαντοι | οι | πολυκύμαντες | τα | πολυκύμαντα |
| γενική | των | πολυκύμαντων | των | πολυκύμαντων | των | πολυκύμαντων |
| αιτιατική | τους | πολυκύμαντους | τις | πολυκύμαντες | τα | πολυκύμαντα |
| κλητική | πολυκύμαντοι | πολυκύμαντες | πολυκύμαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυκύμαντος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πολυκύμαντος, -η, -ο
- που έχει πολλά κύματα
- ≈ συνώνυμα: τρικυμιώδης
- ≠ αντώνυμα: ακύμαντος
- (μεταφορικά) που κυμαίνεται πολύ, που μεταβάλλεται συχνά
Μεταφράσεις
πολυκύμαντος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.