πολυκύμαντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκύμαντος η πολυκύμαντη το πολυκύμαντο
      γενική του πολυκύμαντου της πολυκύμαντης του πολυκύμαντου
    αιτιατική τον πολυκύμαντο την πολυκύμαντη το πολυκύμαντο
     κλητική πολυκύμαντε πολυκύμαντη πολυκύμαντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκύμαντοι οι πολυκύμαντες τα πολυκύμαντα
      γενική των πολυκύμαντων των πολυκύμαντων των πολυκύμαντων
    αιτιατική τους πολυκύμαντους τις πολυκύμαντες τα πολυκύμαντα
     κλητική πολυκύμαντοι πολυκύμαντες πολυκύμαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυκύμαντος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολυκύμαντος, -η, -ο

  1. που έχει πολλά κύματα
     συνώνυμα: τρικυμιώδης
     αντώνυμα: ακύμαντος
  2. (μεταφορικά) που κυμαίνεται πολύ, που μεταβάλλεται συχνά
     συνώνυμα: περιπετειώδης, πολυτάραχος, ταραχώδης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.