πεδίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεδίο | τα | πεδία |
| γενική | του | πεδίου | των | πεδίων |
| αιτιατική | το | πεδίο | τα | πεδία |
| κλητική | πεδίο | πεδία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Στον παραπάνω πίνακα η τιμή «Value» είναι στο πεδίο του γνωρίσματος Α1 της πρώτης εγγραφής ή αλλιώς εκεί που τέμνεται η πρώτη γραμμή με την στήλη Α1
Ετυμολογία
- πεδίο < αρχαία ελληνική πεδίον < πέδον
Ουσιαστικό
πεδίο ουδέτερο
- η επίπεδη έκταση, πεδιάδα
- (κατ’ επέκταση) ο χώρος όπου συμβαίνει κάτι
- ένα ευρύ πεδίο δράσης
- το πεδίο της μάχης
- (φυσική) ο χώρος μέσα στον οποίο ασκούνται κάποιες δυνάμεις
- το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο
- (πληροφορική) η θέση (οθόνη, μνήμη, κλπ) για καταχώριση, αποθήκευση δεδομένων
- (βάσεις δεδομένων) το καθένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας εγγραφής. Η τομή μιας γραμμής (row) και μιας στήλης (column) ενός πίνακα
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.