κυματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυματισμός οι κυματισμοί
      γενική του κυματισμού των κυματισμών
    αιτιατική τον κυματισμό τους κυματισμούς
     κλητική κυματισμέ κυματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυματισμός < κυματίζω, κυματισ- + -μός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυματισμός

Ουσιαστικό

κυματισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.