ακύμαντα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ακύμαντα
<
ακύμαντος
+
-α
Επίρρημα
ακύμαντα
(
κυριολεκτικά
)
χωρίς
(να έχει)
κύμα
(
μεταφορικά
)
αδιατάρακτα
,
γαλήνια
ακυμάτιστα
κάλμα
Μεταφράσεις
ακύμαντα
αγγλικά
:
calmly
(en)
,
smoothly
(en)
Επίρρημα
ακύμαντα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ακύμαντος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.