μικροκύματα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μικροκύματα
      γενική των μικροκυμάτων
    αιτιατική τα μικροκύματα
     κλητική μικροκύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροκύματα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microwave

Ουσιαστικό

μικροκύματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος κύματος μεταξύ 0,1 και 100 εκατοστών, που αντιστοιχεί σε συχνότητες μεταξύ 0,3-300 GHz (τα μικροκύματα αποτελούν μέρος του ραδιοκυματικού φάσματος)

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.