gulp

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
gulp gulps

gulp (en)

  1. η ρουφηξιά, η ποσότητα που έχει ρουφήξει κάποιος
    a gulp of brandy - μια ρουφηξιά κονιάκ
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη sip
  2. η ρουφηξιά, μια ενέργεια του να ρουφάω
    He drank it all in one gulp.
    Το ήπιε όλο με μια ρουφηξιά.
    She downed a glass of beer in one gulp.
    Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα.

Ρήμα

ενεστώτας gulp
γ΄ ενικό ενεστώτα gulps
αόριστος gulped
παθητική μετοχή gulped
ενεργητική μετοχή gulping

gulp (en)

Πηγές



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

gulp (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.