διαταραχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαταραχή οι διαταραχές
      γενική της διαταραχής των διαταραχών
    αιτιατική τη διαταραχή τις διαταραχές
     κλητική διαταραχή διαταραχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαταραχή < ελληνιστική κοινή διαταραχή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική trouble / αγγλική disorder)

Ουσιαστικό

διαταραχή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.