ρεύμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεύμα τα ρεύματα
      γενική του ρεύματος των ρευμάτων
    αιτιατική το ρεύμα τα ρεύματα
     κλητική ρεύμα ρεύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥεῦμα < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεύμα

Ουσιαστικό

ρεύμα ουδέτερο

  1. η κίνηση υγρής ή αέριας μάζας προς κάποια κατεύθυνση
      «αισθάνεσαι να έρχεται από μια σπηλιά στην αριστερή όχθη ένα ψυχρό ρεύμα αέρα» (tovima.gr)
  2. (μεταφορικά) η κίνηση οχημάτων σε ένα δρόμο προς μία ορισμένη φορά
      «δόθηκε στην κυκλοφορία και ο κλάδος προς Αθήνα ... με το αντίθετο ρεύμα να αναμένεται να παραδοθεί» (kathimerini.gr)
  3. (μεταφορικά) ένα σύνολο ανθρώπων που μετακινούνται μαζικά
      «αναλογικά ωστόσο με τον πληθυσμό της χώρας, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των κρατών με τα σημαντικότερα μεταναστευτικά ρεύματα» (tovima.gr)
  4. (μεταφορικά) κίνηση ή τάση καλλιτεχνική, πολιτική, φιλοσοφική ή άλλου είδους ανθρώπινης δραστηριότητας
    1. (κατ’ επέκταση) η μαζική υποστήριξη ή εφαρμογή της
    2. (κατ’ επέκταση) το σύνολο των ανθρώπων που την υποστηρίζουν
    ο συμβολισμός είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα των τελών του 19ου αιώνα
    κι εμείς ακολουθούμε το ρεύμα της εποχής
  5. (φυσική, ηλεκτρολογία) η προσανατολισμένη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων
    το ηλεκτρικό ρεύμα μετριέται σε Αμπέρ
    πάλι μας έκοψαν το ρεύμα
    το φθηνό και σταθερό ρεύμα είναι απαραίτητο για τη βιομηχανική ανάπτυξη

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.