ρεύμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρεύμα | τα | ρεύματα |
| γενική | του | ρεύματος | των | ρευμάτων |
| αιτιατική | το | ρεύμα | τα | ρεύματα |
| κλητική | ρεύμα | ρεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρεύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥεῦμα < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω)
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική courant [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρεύ‐μα
Ουσιαστικό
ρεύμα ουδέτερο
- η κίνηση υγρής ή αέριας μάζας προς κάποια κατεύθυνση
- (μεταφορικά) η κίνηση οχημάτων σε ένα δρόμο προς μία ορισμένη φορά
- ※ «δόθηκε στην κυκλοφορία και ο κλάδος προς Αθήνα ... με το αντίθετο ρεύμα να αναμένεται να παραδοθεί» (kathimerini.gr)
- (μεταφορικά) ένα σύνολο ανθρώπων που μετακινούνται μαζικά
- (μεταφορικά) κίνηση ή τάση καλλιτεχνική, πολιτική, φιλοσοφική ή άλλου είδους ανθρώπινης δραστηριότητας
- (κατ’ επέκταση) η μαζική υποστήριξη ή εφαρμογή της
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο των ανθρώπων που την υποστηρίζουν
- ↪ ο συμβολισμός είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα των τελών του 19ου αιώνα
- ↪ κι εμείς ακολουθούμε το ρεύμα της εποχής
- (φυσική, ηλεκτρολογία) η προσανατολισμένη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων
- ↪ το ηλεκτρικό ρεύμα μετριέται σε Αμπέρ
- ↪ πάλι μας έκοψαν το ρεύμα
- ↪ το φθηνό και σταθερό ρεύμα είναι απαραίτητο για τη βιομηχανική ανάπτυξη
Εκφράσεις
- έχει ρεύμα: έχει πολλούς οπαδούς, ακολούθους ή υποστηρικτές
- πάω με το ρεύμα: δεν αντιτάσσομαι/συντάσσομαι με την επικρατούσα τάση
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ρεύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.