κόκκινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κόκκινος η κόκκινη το κόκκινο
      γενική του κόκκινου της κόκκινης του κόκκινου
    αιτιατική τον κόκκινο την κόκκινη το κόκκινο
     κλητική κόκκινε κόκκινη κόκκινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κόκκινοι οι κόκκινες τα κόκκινα
      γενική των κόκκινων των κόκκινων των κόκκινων
    αιτιατική τους κόκκινους τις κόκκινες τα κόκκινα
     κλητική κόκκινοι κόκκινες κόκκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
1. διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου

Ετυμολογία

κόκκινος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος < προελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.ci.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόκκινος

Επίθετο

κόκκινος, -η, -ο

  1. που έχει το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
    κόκκινος (χρώμα):   
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κόκκινο: το σχετικό χρώμα
    κόκκινο (χρώμα):   
  3. (ουσιαστικοποιημένο) κόκκινος:
    1. (πολιτική) ο κομμουνιστής
    2. (αθλητισμός) ο οπαδός συγκεκριμένης ομάδας με κυρίαρχο το κόκκινο χρώμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

με -κόκκινος

με κοκκινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοκκινο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.