κερασής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κερασής | η | κερασιά | το | κερασί |
| γενική | του | κερασή & κερασιού |
της | κερασιάς | του | κερασιού (κερασί) |
| αιτιατική | τον | κερασή | την | κερασιά | το | κερασί |
| κλητική | κερασή | κερασιά | κερασί | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κερασιοί | οι | κερασιές | τα | κερασιά |
| γενική | των | κερασιών | των | κερασιών | των | κερασιών |
| αιτιατική | τους | κερασιούς | τις | κερασιές | τα | κερασιά |
| κλητική | κερασιοί | κερασιές | κερασιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, κερασί. | ||||||
| Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐σής
Επίθετο
κερασής, -ιά, -ί και άκλιτο κερασί
- που έχει το κερασί χρώμα του κερασιού
κερασής (χρώμα):
- (ουσιαστικοποιημένο) κερασί
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κεράσι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.