κοκκινάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοκκινάδι | τα | κοκκινάδια |
| γενική | του | κοκκιναδιού | των | κοκκιναδιών |
| αιτιατική | το | κοκκινάδι | τα | κοκκινάδια |
| κλητική | κοκκινάδι | κοκκινάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκκινάδι < μεσαιωνική ελληνική κοκκινάδι / κοκκινάδιον < ελληνιστική κοινή κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.