Κόκκινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κόκκινος οι Κόκκινοι
      γενική του Κόκκινου των Κόκκινων
    αιτιατική τον Κόκκινο τους Κόκκινους
     κλητική Κόκκινο Κόκκινοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κόκκινος < κόκκινος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.ci.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κόκκινος

Κύριο όνομα

Κόκκινος αρσενικό (θηλυκό Κόκκινου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.