βαθυκόκκινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθυκόκκινος | η | βαθυκόκκινη | το | βαθυκόκκινο |
| γενική | του | βαθυκόκκινου | της | βαθυκόκκινης | του | βαθυκόκκινου |
| αιτιατική | τον | βαθυκόκκινο | τη | βαθυκόκκινη | το | βαθυκόκκινο |
| κλητική | βαθυκόκκινε | βαθυκόκκινη | βαθυκόκκινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθυκόκκινοι | οι | βαθυκόκκινες | τα | βαθυκόκκινα |
| γενική | των | βαθυκόκκινων | των | βαθυκόκκινων | των | βαθυκόκκινων |
| αιτιατική | τους | βαθυκόκκινους | τις | βαθυκόκκινες | τα | βαθυκόκκινα |
| κλητική | βαθυκόκκινοι | βαθυκόκκινες | βαθυκόκκινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθυκόκκινος < βαθυ- + κόκκινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.θiˈko.ci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θυ‐κόκ‐κι‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.