ερυθρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερυθρός η ερυθρή
& ερυθρά
το ερυθρό
      γενική του ερυθρού της ερυθρής
& ερυθράς
του ερυθρού
    αιτιατική τον ερυθρό την ερυθρή
& ερυθρά
το ερυθρό
     κλητική ερυθρέ ερυθρή
& ερυθρά
ερυθρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερυθροί οι ερυθρές τα ερυθρά
      γενική των ερυθρών των ερυθρών των ερυθρών
    αιτιατική τους ερυθρούς τις ερυθρές τα ερυθρά
     κλητική ερυθροί ερυθρές ερυθρά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερυθρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρυθρός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾiˈθɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερυθρός

Επίθετο

ερυθρός, -ή/(-ά), [2]

Εκφράσεις

σημασία: κόκκινο χρώμα

σημασία: κομμουνιστικός:

  • Ερυθρός Στρατός
  • οι Ερυθροί

Συγγενικά

  • ερυθρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ερυθρο- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ερυθρός, -ή, -ό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ερυθρός, -ά/-ή, ό» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.