κομμουνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κομμουνιστής | οι | κομμουνιστές |
| γενική | του | κομμουνιστή | των | κομμουνιστών |
| αιτιατική | τον | κομμουνιστή | τους | κομμουνιστές |
| κλητική | κομμουνιστή | κομμουνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κομμουνιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική communiste < commun + -iste (-ιστής)[1] < παλαιά γαλλικά comun < λατινική communis < παλαιά λατινικά comoine[m] /*comoenus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱom-moy-n- < *mey-
Ουσιαστικό
κομμουνιστής αρσενικό (θηλυκό κομμουνίστρια)
- (πολιτική) αυτός που ασπάζεται την ιδεολογία του κομμουνισμού
- κομουνιστής (απλοποιημένη γραφή)
- κουμμουνιστής (προφορικό)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κομμουνισμός
Σύνθετα
- αναρχοκομμουνιστής
- αρχικομμουνιστής (μειωτικό, απαξιωτικό)
Μεταφράσεις
αρσενικό
Αναφορές
- κομμουνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.