κοκκινίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκινίλα οι κοκκινίλες
      γενική της κοκκινίλας
    αιτιατική την κοκκινίλα τις κοκκινίλες
     κλητική κοκκινίλα κοκκινίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκκινίλα < κόκκινος + -ίλα

Ουσιαστικό

κοκκινίλα θηλυκό

  1. μια περιοχή με κόκκινο χρώμα
    έχεις μια κοκκινίλα στην μπλούζα σου
  2. ερεθισμένη περιοχή του δέρματος με κοκκινωπό χώμα, ερύθημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.