παπαρούνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παπαρούνα | οι | παπαρούνες |
| γενική | της | παπαρούνας | των | παπαρουνών |
| αιτιατική | την | παπαρούνα | τις | παπαρούνες |
| κλητική | παπαρούνα | παπαρούνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.paˈru.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐πα‐ρού‐να
Ουσιαστικό

λιβάδι με παπαρούνες
παπαρούνα θηλυκό
- (λουλούδι) αγριολούλουδο με κόκκινα πέταλα
- ※ Η στοχαστική παρομοίωση της παπαρούνας στην Ιλιάδα, ραψωδία Θʹ, 306–308: (…) Κι ως γέρνει το λουλούδι της στον κήπο η παπαρούνα, που τη νότισε η ανοιξιάτικη πρωινή δροσιά και βάρυνε, έτσι, και το κεφάλι του όμοια έγειρε, βαρύ ο Γοργυθίων. (…) Το βάρος πια δεν άντεχε της περικεφαλαίας κι πλάγιασε στον ώμο του όπως η παπαρούνα που βάρυνε απ’ τη δροσιά στο πρωινό απόι κι έγειρε το λουλούδι της το χώμα να κοιτάζει. (www.efsyn.gr, 29.05.2023)
Συγγενικά
- αγριοπαπαρούνα
- παπαρουνής
- παπαρουνί
- παπαρουνιά
- παπαρουνίζω
- παπαρουνίτσα
- παπαρουνόσπορος
- παπαρουνούλα
-
παπαρούνα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
παπαρούνα
|
Αναφορές
- παπαρούνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- παπαρούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παπαρούνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παπαρίνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ή < αρωμουνική pãpãrunã: παπαρούνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.