κεραμιδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραμιδής η κεραμιδιά το κεραμιδί
      γενική του κεραμιδή
& κεραμιδιού
της κεραμιδιάς του κεραμιδιού
(κεραμιδί)
    αιτιατική τον κεραμιδή την κεραμιδιά το κεραμιδί
     κλητική κεραμιδή κεραμιδιά κεραμιδί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραμιδιοί οι κεραμιδιές τα κεραμιδιά
      γενική των κεραμιδιών των κεραμιδιών των κεραμιδιών
    αιτιατική τους κεραμιδιούς τις κεραμιδιές τα κεραμιδιά
     κλητική κεραμιδιοί κεραμιδιές κεραμιδιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, κεραμιδί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεραμιδής < κεραμίδ(ι) + -ής

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.ɾa.miˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεραμιδής

Επίθετο

κεραμιδής, -ιά, -ί και άκλιτο κεραμιδί

  1. που έχει το χρώμα του κεραμιδιού
    κεραμιδής (χρώμα):   
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κεραμιδί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.