κοκκινέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοκκινέλι | τα | κοκκινέλια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κοκκινέλι | τα | κοκκινέλια |
| κλητική | κοκκινέλι | κοκκινέλια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κοκκινέλι ουδέτερο (και κοκκινέλλι)
- η γενική ονομασία για κρασί κόκκινου χρώματος
- ※ τρέχουν, ανεβοκατεβαίνουν, ο ένας να πιάση κρασί, κοκκινέλι, ο άλλος να τηγανίση το αλατισμένο χοιρινό, ο τρίτος να φέρη χωριάτικο ψωμί (Μέλπω Αξιώτη, στο Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955: μαρτυρίες και κείμενα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Ἐκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 235)
Μεταφράσεις
κοκκινέλι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.