αιμάτινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμάτινος η αιμάτινη το αιμάτινο
      γενική του αιμάτινου της αιμάτινης του αιμάτινου
    αιτιατική τον αιμάτινο την αιμάτινη το αιμάτινο
     κλητική αιμάτινε αιμάτινη αιμάτινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμάτινοι οι αιμάτινες τα αιμάτινα
      γενική των αιμάτινων των αιμάτινων των αιμάτινων
    αιτιατική τους αιμάτινους τις αιμάτινες τα αιμάτινα
     κλητική αιμάτινοι αιμάτινες αιμάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

αιμάτινος < αρχαία ελληνική αἱμάτινος

Επίθετο

αιμάτινος,η,ο

  1. από αίμα, π.χ. σταγόνα, κηλίδα
  2. στο χρώμα του αίματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.