κόκκινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόκκινο τα κόκκινα
      γενική του κόκκινου των κόκκινων
    αιτιατική το κόκκινο τα κόκκινα
     κλητική κόκκινο κόκκινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόκκινο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.ci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόκκινο

Ετυμολογία 1

κόκκινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κόκκινος

Ουσιαστικό

κόκκινο ουδέτερο

  1. (χρώμα) ένα χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
    κόκκινο (χρώμα):   
  2. (σήμα τροχαίας, φανάρι) σταμάτα!
     συνώνυμα: Σταμάτης
     αντώνυμα: πράσινο  δείτε και τη λέξη πορτοκαλί
  3. (μεταφορικά) καυτό
  4. (μεταφορικά) λέγεται σε παιχνίδι αναζήτησης, όταν ο παίχτης πλησιάζει σε κάτι

Εκφράσεις

Συγγενικά

τα χρώματα:

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κόκκινο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κόκκινο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.