κόκκινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόκκινο | τα | κόκκινα |
| γενική | του | κόκκινου | των | κόκκινων |
| αιτιατική | το | κόκκινο | τα | κόκκινα |
| κλητική | κόκκινο | κόκκινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κόκκινο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.ci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόκ‐κι‐νο
Ετυμολογία 1
κόκκινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κόκκινος
Ουσιαστικό
κόκκινο ουδέτερο
Εκφράσεις
- ντυμένος στα κόκκινα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόκκινος
τα χρώματα:
Μεταφράσεις
κόκκινο
|
Ετυμολογία 2
κόκκινο: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.