απόχρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόχρωση | οι | αποχρώσεις |
| γενική | της | απόχρωσης* | των | αποχρώσεων |
| αιτιατική | την | απόχρωση | τις | αποχρώσεις |
| κλητική | απόχρωση | αποχρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποχρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόχρωση < (ελληνιστική κοινή) ἀπόχρωσις < ἀποχρώννυμι < ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω < αρχαία ελληνική χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coloration)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.xɾo.si/
Ουσιαστικό
απόχρωση θηλυκό
- μια διαφορετική παραλλαγή ενός χρώματος, που εξαρτάται από το μήκος κύματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας του φωτός [1]
- (μεταφορικά) μικρή διαφορά ή παραλλαγή
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αποχρωσιακός
- → δείτε τις λέξεις από και χρώμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Απόστολος Παπαποστόλου, Το χρώμα, σελ. 26, από Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Προσπέλαση 2020-07-05.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.