κοκκινωπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοκκινωπός | η | κοκκινωπή | το | κοκκινωπό |
| γενική | του | κοκκινωπού | της | κοκκινωπής | του | κοκκινωπού |
| αιτιατική | τον | κοκκινωπό | την | κοκκινωπή | το | κοκκινωπό |
| κλητική | κοκκινωπέ | κοκκινωπή | κοκκινωπό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοκκινωποί | οι | κοκκινωπές | τα | κοκκινωπά |
| γενική | των | κοκκινωπών | των | κοκκινωπών | των | κοκκινωπών |
| αιτιατική | τους | κοκκινωπούς | τις | κοκκινωπές | τα | κοκκινωπά |
| κλητική | κοκκινωποί | κοκκινωπές | κοκκινωπά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.