κοκκινοφάσουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκινοφάσουλο τα κοκκινοφάσουλα
      γενική του κοκκινοφάσουλου των κοκκινοφάσουλων
    αιτιατική το κοκκινοφάσουλο τα κοκκινοφάσουλα
     κλητική κοκκινοφάσουλο κοκκινοφάσουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κοκκινοφάσουλο ουδέτερο βλ. κοκκινοφάσολο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.