κατακόκκινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακόκκινος η κατακόκκινη το κατακόκκινο
      γενική του κατακόκκινου της κατακόκκινης του κατακόκκινου
    αιτιατική τον κατακόκκινο την κατακόκκινη το κατακόκκινο
     κλητική κατακόκκινε κατακόκκινη κατακόκκινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακόκκινοι οι κατακόκκινες τα κατακόκκινα
      γενική των κατακόκκινων των κατακόκκινων των κατακόκκινων
    αιτιατική τους κατακόκκινους τις κατακόκκινες τα κατακόκκινα
     κλητική κατακόκκινοι κατακόκκινες κατακόκκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατακόκκινος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατακόκκινος < κατά- + κόκκινος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈko.ci.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατακόκκινος

Επίθετο

κατακόκκινος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατά, κόκκινος και κόκκος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.