κατακόκκινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακόκκινος | η | κατακόκκινη | το | κατακόκκινο |
| γενική | του | κατακόκκινου | της | κατακόκκινης | του | κατακόκκινου |
| αιτιατική | τον | κατακόκκινο | την | κατακόκκινη | το | κατακόκκινο |
| κλητική | κατακόκκινε | κατακόκκινη | κατακόκκινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακόκκινοι | οι | κατακόκκινες | τα | κατακόκκινα |
| γενική | των | κατακόκκινων | των | κατακόκκινων | των | κατακόκκινων |
| αιτιατική | τους | κατακόκκινους | τις | κατακόκκινες | τα | κατακόκκινα |
| κλητική | κατακόκκινοι | κατακόκκινες | κατακόκκινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατακόκκινος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατακόκκινος < κατά- + κόκκινος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈko.ci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κόκ‐κι‐νος
Επίθετο
κατακόκκινος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) ο τελείως κόκκινος
- ※ Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε τὴν φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κ᾽ ἔβαπτε κατακκόκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κατακόκκινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.