κοκκινολαίμης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκκινολαίμης οι κοκκινολαίμηδες
      γενική του κοκκινολαίμη των κοκκινολαίμηδων
    αιτιατική τον κοκκινολαίμη τους κοκκινολαίμηδες
     κλητική κοκκινολαίμη κοκκινολαίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας κοκκινολαίμης.

Ετυμολογία

κοκκινολαίμης < κοκκινο- + λαιμ(ός) + -ης

Ουσιαστικό

κοκκινολαίμης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.