κυβερνάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυβερνάω < κυβερν(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερνῶ, συνηρημένος τύπος του κυβερνάω (χειρίζομαι τιμόνι καραβιού· διοικώ) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gouverner < λατινική guberno < αρχαία ελληνική κυβερνῶ [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.veɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυβερνάω

Ρήμα

κυβερνάω/κυβερνώ, αόρ.: κυβέρνησα, παθ.φωνή: κυβερνιέμαι/κυβερνώμαι, π.αόρ.: κυβερνήθηκα, μτχ.π.π.: κυβερνημένος

  1. έχω την εκτελεστική εξουσία σε μια κρατική οντότητα, τη διοικώ
  2. είμαι υπεύθυνος κι έχω τον έλεγχο ενός πλεούμενου
  3. (μεταφορικά) κατευθύνω, εξουσιάζω

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κυβερν- 

μετοχές:

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κυβερνάω < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷerb- (στρέφω) ή προελληνική  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

κυβερνάω / κυβερνῶ

  1. οδηγώ πλοίο, διευθύνω, χειρίζομαι το πηδάλιο πλοίου
  2. διοικώ

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
κυβερν- 
  • ἀκυβέρνητος
  • ἀρχικυβερνήτης
  • αὐτοκυβερνήτης
  • διακυβερνάω
  • κυβέρνασις
  • κυβερνάτας
  • κυβερνατήρ
  • κυβερνήσια
  • κυβέρνησις
  • κυβερνήτειρα
  • κυβερνητέον
  • κυβερνητήρ
  • κυβερνητήριος
  • κυβερνήτης
  • κυβερνητικός
  • κυβερνῆτις
  • κυβέρνιον
  • κυβερνισμός
  • κύβερνος
  • ναυκληροκυβερνήτης
  • προκυβερνάω
  • συνδιακυβερνάω
  • ὑποκυβερνάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.